Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΜΕΛΙΣΣΙ

Κάθομαι και παρακολουθώ το μελίσσι από μακρυά.΄Οχι πολύ μακρυά για να μην μπορώ να το αφουγκράζομαι και όχι αρκετά κοντά ώστε να κινδυνεύω από κάποια αναίτια επίθεση. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα όχι αν θέλω να ενταχθώ αλλά αν το μελίσσι έχει σκοπό να με ενσωματώσει στον σφριγηλό και συμπαγή πυρήνα του. Οι μέλισσες αποτελούν μια οργανωμένη κοινωνία, με προκαθορισμένους ρόλους και αυστηρή ιεραρχία-όλα αυτά τα βλέπω να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μου με μια νομοτελειακή απλότητα. Η εργάτρια φροντίζει να υπάρχει μια "τάξη πραγμάτων", μεριμνά αδιάκοπα ώστε να διατηρείται το μελίσσι ανέπαφο από τις πιθανές εξωτερικές απειλές. Και φυσικά πολύ κοντά της, απαλλαγμένη από τα καθήκοντά της η βασίλισσα. Την ξεχωρίζεις αμέσως από τον τρόπο που στροβιλίζεται ανάμεσα στις άλλες-υπερφίαλη,αχόρταγη στην προσοχή και το ενδιαφέρον.Ύστερα από λίγη ώρα καταφέρνει αυτό για το οποίο είναι πλασμένη:οι ρόλοι αντιστρέφονται και οι υπόλοιπες στροβιλίζονται γύρω της ενώ εκείνη αποστασιοποιείται θριαμβεύτρια μιας επαναλαμβανόμενης μάχης για επιβολή. Τώρα πια το ενδιαφέρον της έχει μετατοπιστεί στα παράπονα που φτάνουν σε εκείνη ως προς την ελλειπή  προσφορά  των κηφήνων που παραμένουν ανένταχτοι στη διαρκή προσπάθεια απόσπασης επιτυχημένων γονιμοποιήσεων για να μπορέσει αυτή η κοινωνία να στεριώσει και εν τέλει να διατηρηθεί. Αφουγκράζομαι λίγο ακόμα τον αδιάλειπτο βόμβο και αποφασίζω να μην περιμένω άλλο. Διακριτικά και χωρίς να διακόπτω κανέναν από τους ειρμούς που αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια μας,βάζω σε μια κούπα λίγο καφέ και προσφέρω και σε αυτές. Τις φίλες μου..Με κοιτάζουν με συγκατάβαση και με μια αόρατη συνεννόηση από θεατής μετατρέπομαι σε ισότιμο μέλος. Νομίζω με προορίζουν για εργάτρια. Δεν με πειράζει. Ανέκαθεν πίστευα ότι οι φιλίες χτίζονται με κόπο..

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΕΙΜΑΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ. Ε ΚΑΙ;

Η λέξη μειονότητα εμπεριέχει από μόνη της μια έλλειψη.Κάτι που είναι λίγο,είναι λειψό άρα ανίσχυρο.Βρίσκεται στον αντίποδα κάποιου που είναι πολύ,άρα ισχυρό.Το ερώτημα είναι ,πως αν στις μέρες μας οι μετανάστες,οι αλλόθρησκοι,οι αλλόγλωσσοι,οι γεωγραφικά εξόριστοι είναι μια μειονότητα,τότε ποιοι είναι οι πλειονότητα;Ποιο είναι το αντίβαρο που κρατά τις ισορροπίες σε μια ζυγαριά που όλοι καταλαβαίνουμε ότι είναι "πειραγμένη";

Όλοι μας,ο καθένας ξεχωριστά,ανήκουμε σε μια μειονότητα και πάντα κάποιοι θα μας κοιτάνε με μισή ματιά και έτοιμοι να μας φορτώσουν τις αποτυχίες τους,τα βάσανά τους,τη μιζέρια τους και τους κακούς τους υπολογισμούς.

Είμαι μια μειονότητα.Είμαι εκπαιδευτικός και αυτή τη στιγμή επειδή το κράτος με υποχρέωσε να διαβάσω για να περάσω μέσω ΑΣΕΠ στο Δημόσιο ,η μισή κοινωνία ετοιμάζεται να με εξοστρακίσει γιατί υποτίθεται ότι ευθύνομαι για την εκτόξευση των ελλειμμάτων.Ο διπλανός μου είναι μειονότητα γιατί δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας και η άλλη μισή κοινωνία ακονίζει τους πέλεκεις γιατί ως ελεύθερος επαγγελματίας φοροδιαφεύγει,επομένως καταστρέφει την οικονομία.Ο απέναντί μου είναι μειονότητα και μισητή  γιατί ανήκει στην κατηγορία των εχόντων,όχι με παρατυπίες και moto ζωής:ποιος δεν έχει το μέλι και δεν το γλύφει,αλλά επειδή κατάφερε με αιματηρές οικονομίες χρόνων να βάλει κάτι στην άκρη.Ο ιδιωτικός υπάλληλος είναι μειονότητα γιατί τα αφεντικά του τον χρησιμοποιούν για να ρεφάρουν καταπατώντας τα εργασιακά του δικαιώματα και αυτός με τη σειρά του μισεί τους δημόσιους υπαλλήλους που εξαιτίας τους αυτός υποφέρει στη δουλειά του.Ο συνταξιούχος είναι μειονότητα και μάλιστα άκρως περιθωριακή, γιατί η ίδια η κοινωνία που τον χρησιμοποίησε και τον έκανε μέρος του συστήματός της τώρα που είναι αντιπαραγωγικός ,του πετάει ένα κόκαλο να γλείψει και να κάτσει στη γωνιά του.Φυσικά ο συνταξιούχος μαίνεται εναντίον των πολιτικών που ο ίδιος ψήφιζε συστηματικά όλα τα προηγούμενα χρόνια που ήταν παραγωγικός.Όσοι αντιστέκονται ιδεολογικά,ψυχολογικά,πολιτισμικά σε μια εποχή που δεν έχει ορίζοντα, παρά μόνο ένα φωταγωγό που στον ανοίγουν με φειδώ ίσα-ίσα να δεις έξω, είναι μειονότητα γιατί αυτοί πουθενά δεν χωράνε και από παντού περισσεύουν.Μόνο που αυτοί είναι αυτοεξόριστοι.Δεν τους ξέβρασε καμία παράνομα ναυλωμένη βάρκα στον τόπο μας.Είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας.Όπως όμως λέει και ο αγαπημένος μου ποιητής Cummings:η αλυσίδα δεν είναι πιο αδύναμη από το χαμένο της κρίκο.Όταν λοιπόν ξαναμιλήσουμε για μειονότητες ας ξανασυστηθούμε...
ΥΓ:Επειδή και εγώ έχω καθαρά τα χέρια μου, γι΄αυτό αντί του ναζιστικού χαιρετισμού λέω να προτιμήσω τις χειραψίες.

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Η ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΠΑΡΕΑ ΤΩΝ ΤΣΙΜΑ-ΤΣΙΜΑ

Τον πήρα τηλέφωνο νωρίς το απόγευμα για να του ευχηθώ τα καθιερωμένα "χρόνια πολλά" για την ονομαστική του εορτή. Το σήκωσε στο τρίτο κουδούνισμα. Ακουγόταν μπουκωμένος. Δεν έπεσα έξω στη μαντεψιά: η αλλεργία τον είχε καταβάλλει. Μιλούσε και άσθμαινε σαν ραγισμένη τσαγιέρα έτοιμη ν΄ανατιναχτεί σε χίλια μικρά κομματάκια. Δεν ήξερα αν έπρεπε να το κλείσω και να ξαναπάρω αργότερα όταν θα ήταν ίσως σε μια καλύτερη σωματική κατάσταση αλλά την απάντηση στο δίλλημά μου,  μου την έδωσε ο ίδιος μετά από μια σειρά απανωτών φτερνισμάτων. "Πόσος είναι ο μισθός σου;" με ρώτησε λαχανιασμένα(δεν ξέρω αν ήταν από την αλλεργία ή από την αγωνία της απάντησης). Η αλήθεια ήταν ότι περίμενα μια τέτοια συζήτηση αλλά προς το τέλος της συνομιλίας. Μάλλον η μισθολογική του επιδείνωση είχε μετατοπίσει χαλαρές ερωτήσεις τύπου "τι κάνεις;", "πως είναι η οικογένειά σου;" όπως συνηθίζεται να σε ρωτούν άνθρωποι που τους βλέπεις μια στη χάση και μια στη φέξη. "Είχα αρκετές κρατήσεις. Όπως όλοι." Η απάντηση φάνηκε να τον ανακουφίζει και μετά από ένα πεντάλεπτο μονόλογο μέσα στον οποίο άκουσα μια πολιτική σύνοψη των τελευταίων δύο χρόνων μαζί με τέσσερις προσβολές στα θεία και τρεις εκφράσεις της γενετήσιας ορμής αποδέχτηκα την πρόσκληση του για φαγητό. Ήξερα ότι έπαιται και συνέχεια.

Όταν έφτασα σπίτι του είχα πάρει μέσα μου κάποιες αποφάσεις:
πρώτον όταν έχεις να κάνεις με μια απελπισία που ξεχειλίζει μην κάνεις το λάθος να χτίσεις ένα προστατευτικό φράγμα γύρω της. Άνοιξέ της το δρόμο και παραμέρισε μέχρι να στραγγίξει και η τελευταία σταγόνα και να μείνει το έδαφος μεταξύ εσένα και του άλλου στεγνό. Αυτό το ξέρω γιατί τον τελευταίο καιρό συναναστρέφομαι με ανθρώπους που δυνητικά θα μπορούσαν εκεί που σου μιλάνε φυσιολογικά να σηκωθούν και να εκσφενδονίσουν κάποιο αντικείμενο στον τοίχο ή να αρχίσουν να καταριούνται επειδή ο μπροστινός σε κάποια ουρά τους πάτησε κατά λάθος. Με αυτή τη λογική θα προσπαθούσα να μην προκαλέσω συζητήσεις πολιτικο-οικονομικού ενδιαφέροντος αλλά αν προέκυπταν δεν θα έκανα κάτι για να τις εμποδίσω.

Όταν μπήκα μέσα ένιωσα ότι βρισκόμουν σε ένα στρατόπεδο χωρισμένο σε δύο ψυχολογικές ζώνες που η μία προσπαθούσε να επιβληθεί στην άλλη: από τη μία η ζεστασιά των φαγητών που άχνιζαν στις πιατέλες, το κρασί που πηγαινοερχόταν γεμίζοντας τα ποτήρια των λιγοστών καλεσμένων, το τηλέφωνο που χτυπούσε ακατάπαυστα θυμίζοντας σε όλους ότι κάποιος γιορτάζει. Χαρά. Από την άλλη ο εορτάζων που περιφερόταν ανάμεσα σε σερβίτσια, λιγδιασμένα μαχαιροπίρουνα, τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες μεταφέροντας ένα μοτίβο συμπεριφοράς παράταιρο:νευρικές κινήσεις, πιάσιμο του κεφαλιού κάθε φορά που κουδούνιζε το κινητό του-ώσπου στο τέλος το απενεργοποίησε-φωνές στα παιδιά που ανεβοκατέβαιναν στις σκάλες και μια γενικότερη γκρίνια για το παραπάνω αλάτι που έπεσε στο ένα φαγητό, το ταξίδι που δεν θα πάει το Πάσχα, το χαμηλό επίπεδο των μαθητών του-είναι καθηγητής στο επάγγελμα. Και εγώ στριμωγμένη σε μια ουδέτερη ζώνη προσπαθώντας να ανατποκρίνομαι ταυτόχρονα σε αυτές τις δύο αντικρουόμενες συνθήκες. 


Κάποια στιγμή ήρθε και έκατσε δίπλα μου στον καναπέ. Έκανα ότι παρατηρούσα κάποιο από τα βιβλία του. Ξέρω ότι τους έχει αδυναμία και με αυτό τον τρόπο θα οδηγούσα μια πιθανή συζήτηση σε ένα έδαφος ασφαλές και πιο ευχάριστο. "Δεν αντέχω πια" μου είπε. Τα νεύρα μου έχουν σπάσει.." Και τότε-σαν να τράβηξε κάποιος μπροστά από τα μάτια μου μια αόρατη κουρτίνα-είδα για πρώτη φορά. Καθαρά. 


Η γιορτή δεν ήταν παρά ένα ευφυές τέχνασμα, μια αφορμή για να μαζευτούν άνθρωποι που χρησίμευαν ως κυματοθραύστες σε μια καταιγίδα που ονομαζόταν "μείωση μισθού". Απλά κανένας δε γνώριζε ότι έχει εκ των προτέρων επιλεγεί για αυτό το ρόλο. Δεν ήταν τυχαίο ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι ήταν άτομα με χαμηλό εισόδημα οπότε ο οικοδεσπότης είχε εξασφαλίσει το δράμα που του χρειαζόταν για τη δική του κάθαρση. Ίσως-και στιγμιαία ντράπηκα για τη σκέψη μου-αν του απαντούσα ότι είχα αύξηση ή ότι δεν είχα καμία μείωση να του ήμουν άχρηστη. Ο καθένας λοιπόν εκπλήρωνε πειθήνια και άβουλα το χρέος του: να εκτονώσει την κακή ψυχολογία του εορτάζοντα. Το σκηνικό ήταν αριστοτεχνικά στημένο: μυρωδιές φαγητού, γκλιν-γκλιν τα ποτήρια, τηγάνια που βάραγαν υπερωρίες σε όλα τα μάτια της κουζίνας, φίλοι που ταϊζονταν και ποτίζονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Και αφού όλοι χορτασμένοι και γλαρωμένοι από τον οίνο κατέληγαν να αδειάζονται σε καναπέδες και πολυθρόνες ερχόταν ο μέχρι τώρα αθέατος πρωταγωνιστής και εκμεταλλευόμενος τις αδύναμες αντιστάσεις τους άναβε τσιγάρο και ξεκινούσε τη συνεδρία του άτυπου group-therapy.
"Η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο. Έχω πάθει ήδη δύο κρίσεις πανικού στον ύπνο μου. Με το δάνειο μπαίνει ουσιαστικά στο σπίτι ένας μισθός και αυτός τσεκουρωμένος." Οι υπόλοιποι γνέφουν συγκαταβατικά το κεφάλι και ο καθένας με τη σειρά του αφηγείται τη δική του προσωπική εμπειρία η οποία συνήθως είναι πολλαπλασιαστική σε συναίσθημα: παιδιά που φοράνε δανεικά ρούχα, τα πεθερικά που στείλανε τρόφιμα από το χωριό, λογαριασμοί μετέωροι , υποχρεώσεις που καλύπτονται τσίμα-τσίμα.


Κλείνω τα μάτια κάποια στιγμή και νομίζω ότι από κάπου μακρυά φτάνει στα αυτιά μου ένα τραγούδι με ρεφραίν το τσίμα-τσίμα. Φαγητό έξω; Αραιά και που αφού τα φέρνουμε βόλτα τσίμα-τσίμα. Κρέας; Μια φορά την εβδομάδα. Τσίμα-τσίμα. Βενζίνη για να πηγαινοερχόμαστε στο πατρικό; Πάμε μια φορά το μήνα. Τσίμα-τσίμα. Υποθέτω πως αν καθόταν κάποιος ξένος ανάμεσά μας θα νόμιζε ότι πρόκειται για κάποια συνθηματική φράση ενός παιχνιδιού μεταξύ της παρέας.


Όταν αργότερα η παρέα διαλύθηκε- ο καθένας πήρε τη τσάντα με τις έγνοιες του και τις ξαναφόρτωσε στην πλάτη του-έμεινα μόνη με τον εορτάζοντα.
-Θα με πας σπίτι; Δεν έφερα αμάξι.
-Ναι. Πάω να βάλω το μπουφάν και κατεβαίνουμε.


Στο δρόμο-ήταν μια γλυκειά νύχτα του Μάρτη περπατούσαμε αμίλητοι και εξαντλημένοι από τα λόγια. Οι ελάχιστες κουβέντες που βρήκαμε το κουράγιο να ανταλλάξουμε είχαν σχέση με τον καιρό και την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας-το μόνο καλό που βγήκε από εκείνη τη βραδυά που αφήναμε πίσω μας. Λίγο πριν φτάσουμε στο στενό που ήταν το σπίτι μου, με τα χέρια στις τσέπες και κοιτώντας κάπου στο κενό μου είπε: "Χρειάζομαι αέρα. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Η ζωή μου έχει γίνει..."


Έσκυψα και τον φίλησα βιαστικά αφήνοντας τον με μια φράση μισοτελειωμένη και σκαλωμένη στο στόμα. Σαν να κατάλαβε μειδίασε και με ευχαρίστησε που τον επισκέφτηκα. Και έφυγε.


Όταν ανέβαινα τα σκαλιά σιγοτραγουδούσα από μέσα μου: "Η ζωή μου τσίμα-τσίμα. Η ζωή μου τσίμα-τσίμα.."



 




 

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΜΩΒ ΚΟΡΔΕΛΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΥΛΑΚΙ

Η Ε. ήρθε φέτος στο σχολείο. Όταν την πρωτόδα μου θύμισε ακαθόριστα ηρωίδα βιβλίου της Ζωρζ Σαρρή. Είχε χλωμό δέρμα και δύο μεγάλα καστανά, αμυγδαλωτά μάτια που εκλιπαρούσαν για στοργή. Μόνο τα μάτια γιατί το στόμα ψέλλιζε αμήχανα και άτολμα άλλες λέξεις όπως:"καλημέρα, τι κάνετε; Σήμερα δεν έχουμε πολλά για το σπίτι."
........................................
Το δύσκολο με τους μικρούς ανθρώπους είναι να φαντάζεσαι τον εαυτό σου σαν έναν ανθρακωρύχο που πρέπει να σκάψει βαθειά για να ανασύρει χαμένους θησαυρούς και παρατημένες πολιτείες. Πολλές φορές όχι όμορφες..Η κόλαση μπορεί να κρατάει χεράκι-χεράκι τον παράδεισο και να παίζουν κρυφτό, το αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών. Και αν μη τι άλλο, τα παιδιά μπορούν καλύτερα από τον καθένα να κρύβονται.
.........................................
Ευτυχώς για εμένα, η "κόλαση" της Ε. φανερώθηκε πολύ γρήγορα και χωρίς να χρειαστεί να κάνω τίποτα. Απλά πήρα τις συστάσεις που την συντρόφευαν:μονογονεϊκή οικογένεια, ένας πατέρας  βιολογικά παρευρισκόμενος περιστασιακά, κακή οικονομική κατάσταση, ένας παιδιψυχολόγος για να αντιμετωπίσει η Ε. την υπερβολοκή συστολή και αντικοινωνικότητά της-λες και όποιος κουβαλάει ένα τέτοιο σταυρό είναι χαλαρός ,ευδιάθετος και αλαφροπερπατά-ο οποίος διακόπηκε γιατί ήταν μακρυά και δεν υπήρχε μεταφορικό μέσο να μεταφερθεί η μικρή.
...........................................
Η συστολή της Ε. ήταν ευδιάκριτη ακόμα και σε τυφλό. Έμπαινε στην αίθουσα αθόρυβα σαν κάποιος να της είχε πει ότι βάδιζε πάνω σε αόρατο ναρκοπέδιο(μάλλον ίσχυε για εκείνη τον πρώτο καιρό). Καθόταν στην καρέκλα της και καμπούριαζε τόσο ώστε να κάνει το σγουρομάλλικο κεφάλι της αόρατο. Και όταν σου έκανε την τιμή να σου απευθύνει το λόγο, έπρεπε να φοράς ακουστικά βαρηκοϊας για να καταλάβεις τι σου έλεγε.
...............................................
Τη ροή αυτής της προκαθορισμένης και με βαρύ ίσκιο συμπεριφοράς ήρθε να διακόψει αναπάντεχα και ανέλπιστα μια άλλη ροή. Η αμετάκλητη.
................................................
Ήταν ένα μεσημέρι-τέσσερις παρά-και ενώ η Ε.συμπλήρωνε κάτι τελευταίες ασκήσεις στα Μαθηματικά διπλώθηκε στα δύο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αυτό το σάρκινο, πολύπαθο s μίλησε και είπε:"Πονάει η κοιλιά μου. Πολύ!" Eγώ αρκετά κουρασμένη την καθησύχασα λέγοντας τα γνωστά δασκαλίστικα κλισέ:"Μην ανησυχείς, σε λίγο σχολάμε. Θα πας να ξεκουραστείς. Μάλλον κρύωσες".
Η ανόητη σιγουριά μου διαψεύστηκε πέντε λεπτά αργότερα, όταν η Ε.-πιο κίτρινη από το μαρκαδόρο υπογράμμισης που κρατούσε στο χέρι της-με κοίταξε σταθερά και άφοβα στα μάτια όπως σε κοιτάει κάποιος που ετοιμάζεται να ρισκάρει τα πάντα και μου είπε σε λίγο πιο υψηλότερο τόνο:"Δεν αντέχω να περιμένω. Πονάω πολύυυ!". Αγχώθηκα γιατί ήμουν μόνη και δεν ήξερα πως να χειριστώ την κατάσταση. Οπότε ανέσυρα τη δεύτερη guest star σκέψη από την αποθήκη των κλισέ φράσεων και τη ρώτησα εκλιπαρώντας κάτι αόρατο να έχω πετύχει αυτή τη φορά:"Θέλεις να πας στην τουαλέτα; Να πάμε μαζί"; Θα σε περιμένω απ' 'εξω.(το καρότο στο καλάμι). Αν κρίνω από το σμίξιμο των φρυδιών δεν της φάνηκε η ιδανική λύση αλλά ο πόνος σε κάνει απελπισμένο και δεν είχε άλλες επιλογές. Αποφάσισε να με χρησιμοποιήσει. Αφήσαμε τους υπόλοιπους μόνους και αθόρυβα-για εκείνη δεν ήταν δύσκολο-ξεμυτίσαμε και κατευθυνθήκαμε στις τουαλέτες.
..................................................
Περίμενα για 3 μαρτυρικά λεπτά σαν πατέρας που περιμένει τον πρωτότοκο σε αίθουσα αναμονής μαιευτηρίου. Από μέσα σιγή ιχθύος-παρεπιμπτόντως είναι και Ιχθύς στο ζώδιο. Ξαφνικά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έχοντας σταυρώσει τα χέρια κάτω από την κοιλιά της. Αυτόματα μου έφερε στο νου κάποιες γυναίκες που βγαίνουν στο κατώφλι της πόρτας φωνάζοντας κάποιο παιδί που έχει ξεχαστεί στο παιχνίδι. Η όψη της ήταν διαφορετική και ταυτόχρονα ίδια. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι άλλαξε-ήταν κάτι άυλο και συμπαγές-ένα φάντασμα που μπαινόβγαινε στο σώμα της.
-Λοιπόν;
-Αίμα. Μου ήρθε περίοδος.
....................................................
Για κάποια δευτερόλεπτα πάγωσα σαν να ήμουν εγώ αυτή που προέβη σε αυτή την ανακοίνωση. Μόλις συνήλθα από το σοκ και ο εγκέφαλος μετουσίωσε τις λέξεις σε εικόνα και αργότερα σε γνωστική πληροφορία σήκωσα το χέρι μου, διέγραψε ένα ημικύκλιο στον αέρα και το άφησα  να προσγειωθεί στους αφράτους διαδρόμους των μάγουλων της κοπέλας τώρα πια. Πριν προλάβει να αποφασίσει να κατεβάσει δάκρυα, γιατί αντιλήφθηκα μια μικρή σύσκεψη που ξεκίνησαν τα τρεμάμενα μάτια της-βιάστηκα να της πω:"Για το καλό!Είναι έθιμο να κοκκινίζουν τα μάγουλα όταν έρχεται το πρώτο αίμα. Τσάμπα ανησυχήσαμε! Όλα καλά δεσποινίς μου!" και την αγκάλιασα.
....................................................
Αυτό ήταν. Το χαστούκι έλυσε άθελά του- όπως τα πιο σημαντικά πράγματα τα οποία εν τέλει γίνονται εν αγνοία μας-ένα βαρύ ξόρκι. Ήταν σαν κάτι να την κρατούσε σε ύπνωση με το χρησμό ότι θα ξυπνήσει αν κάποιος τη χαστουκίσει στο κατώφλι της προεφηβείας της. Πρώτα εμφανίστηκε ένα απαλό ροζ πάνω στα χείλη:
-Τι είναι αυτό; Από νωρίς στα βάσανα βλέπω..την ψευτομάλωσα όταν το είδα
-Όχι, είναι LIPOSAN.Σκάνε τα χείλη μου γι΄αυτό..
.....................................................
Την τελευταία εβδομάδα έψαχνα κάτι χαρτόνια γκοφρέ για μια κατασκευή που ήθελα για την τάξη και είχαν χαθεί. Μου φάνηκε περίεργο καθότι ήταν άθικτα και πάντα στη θέση τους. Αφού έκανα μια άτυπη έρευνα μεταξύ των Λιλιπούτειων το μυστήριο λύθηκε λίγες μέρες αργότερα κατά τη διάρκεια της εφημερίας μου. Καθώς πηγαινοερχόμουν βαριεστημένα στο προαύλιο, είδα την Ε. να βγαίνει από τις κοριτσίστικες  τουαλέτες καμαρωτή-καμαρωτή σαν συμμετέχουσα σε τοπικά καλλιστεία προσπαθώντας να στερεώσει στα μαλλιά της κάτι που από μακρυά έμοιαζε με μωβ κορδέλα. Όταν την πλησίασα διαπίστωσα ότι η κορδέλα ήταν στην πραγματικότητα γκοφρέ και έτσι λύθηκε ανάιμακτα αυτή τη φορά και αυτό το μυστήριο.
......................................................
Πρόσφατα η Ε. άρχισε να κάνει παρέα στα διαλείμματα με ένα μαθητή της τάξης το ίδιο ταλαιπωρημένος με αυτή(η ζωή ξέρει ποιους να ενώνει). Όταν περπατάει δίπλα του δεν καμπουριάζει και οι χειρονομίες της είναι πιο έντονες. Πού και πού κοιτάει προς το μέρος μου και μου γνέφει χαμογελαστή. Μερικές φορές για να περάσεις "απέναντι" χρειάζεται κάτι απλό:ένα χαστούκι και λίγο χαρτόνι. Α, και ενδιαφέρον. Νενικήκαμεν! Η μετάβαση ολοκληρώθηκε. Η ζωή περιμένει να καταβροχθιστεί..









Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(βασισμένη σε πραγματικά πρόσωπα)

Απόγευμα Σαββάτου σε γωνιακή συνοικιακή καφετέρια με δύο "από μηχανής" plasma τηλεοράσεις να ίπτανται πάνω από τα κεφάλια μας και τους θαμώνες γαντζωμένους από τα μπράτσα των αναπαυτικών πολυθρόνων να συσπώνται και να αφήνονται σε μικρά τινάγματα κάθε φορά που λαμβάνει χώρα κάποια ενδιαφέρουσα ανατροπή στον ποδασφαιρικό αγώνα που εξελίσσεται.
Οι καφέδες πηγαινοέρχονται δημιουργώντας ένα μαθηματικό παράδοξο αντιστρόφως ανάλογων ποσών:όσο μειώνεται το εισόδημα και αυξάνεται η τιμή τους. τόσο πολλαπλασιάζεται η ζήτησή τους.
Οι παρέες αποτελούν ένα ανθρώπινο ψηφιδωτό αντιδράσεων και συμπεριφορών. Αν κάποιος θέλει να παρακολουθήσει ένα δωρεάν ζωντανό θέατρο δεν έχει παρά να αφήσει τη ματιά του να περιπλανηθεί στα γύρω τραπέζια.
Ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ λαθραία τους ανθρώπους και αυτό συνήθως μου προκύπτει στα "κενά αέρος" που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια συζητήσεων οι οποίες είναι ή πολύ ανιαρές και βρίθουν από ξεχαρβαλωμένα "εεεε" ή πολύ εκτεταμένες επομένως γρήγορα και αναγκαστικά οδηγείσαι σε λεκτικά χάσματα.
Σε ένα τέτοιο χάσμα  τον πρόσεξα για πρώτη φορά. Καθόταν σε μια παρέα από νεαρά αγόρια προσυλωμένος-επιφανειακά-σε μια παρτίδα τάβλι. Είχε ένα τρόπο που κοίταζε σαν ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να βολευτεί σε μια θέση-η ματιά του έμενε ακίνητη για κλάσματα του δευτερολέπτου και μετά μετατοπιζόταν στα γύρω σημεία. Το βλέμμα του ακολουθούσε το ίδιο κάθε φορά δρομολόγιο με σύντομες στάσεις:ζάρια, οθόνη, ρολόι και κάπου στο βάθος απέναντι. Στο ρολόι στεκόταν λίγο παραπάνω-ο χρόνος γι΄αυτόν φαινόταν καθοριστικός και σημαντικός, με τον τρόπο που κάποιος  περιμένει τα αποτελέσματα κάποιων ιατρικών εξετάσεων ή το μετρό για να πάει στη πρώτη του συνέντευξη για δουλειά.Υπήρχε μια ακαθόριστη ανησυχία η οποία προκαλούσε μια αντιφατικότητα με τη φαινομενικά χαλαρή στάση του σώματός του.
Θα απέστρεφα το βλέμμα μου σχετικά γρήγορα αν δε συνέβαινε μια χειρονομία της οποίας η επανάληψη της προσέδιδε ταυτόχρονα και μια βιβλική μεταφυσική:ο νεαρός παρέκκλινε ξαφνικά του οπτικού δρομολογίου του, υψώνοντας τέσσερα δάχτυλα του δεξιού του χεριού και δείχνοντάς τα σαν αποδέκτης κάποιου μαρτυρικού θαύματος στο βάθος απέναντι. Όπως διαπίστωσα το βάθος είχε όνομα και λεγόταν Μαρία. Στην αρχή νόμισα ότι πρόκειται για κάποια νοηματική συνεννόηση , ένα είδος μυστικού κωδικού απαραβίαστου και αθέατου για τους πολλούς. Η σκέψη μου αποδείχτηκε ανακριβής καθώς η Μαρία της διπλανής παρέας σχημάτιχε με το δικό της δεξί χέρι ένα ερωτηματικό στον αέρα. Ο νεαρός της χαμογέλασε συγκαταβατικά σαν να της συγχωρούσε την αφέλειά της και για δεύτερη φορά το "τεσσάρι"-ένας φράχτης από σάρκινες ευθείες-αναδύθηκε από το ξεχειλωμένο μανίκι του παραμένοντας  αινιγματικό.
Η ίδια παντομίμα,ο ίδιος χορός των χεριών και η ίδια αντίδραση της κοπέλας η οποία τώρα-πιο ανυπόμονα-προσέθεσε-και το συλλαβικό σχηματισμό της πρότασης"δεν καταλαβαίνω"
Ο νεαρός-φανατικός οπαδός ενός σεναρίου που εξακολουθούσε να προορίζεται μόνο γι αυτόν- έριξε μια φευγαλέα ματιά στο ρολόι του περιμένοντας μια αόρατη εκκίνηση και μετακινώντας την καρέκλα του, δρασκέλισε την απόσταση που χώριζε τα δύο τραπέζια. Έσυρε μια καινούρια καρέκλα μπροστά του και έκατσε δίπλα στην ανεπείδεκτη μαθήσεως δευτεραγωνίστρια αυτού του μικρού θεατρικού. Με το που τακτοποιήθηκε-λες και το είχε τάμα-το "τεσσάρι" αυτή τη φορά πιο μεγαλόπρεπο και πιο αποφασιστικό άρχισε να χορεύει μπροστά στα μάτια της αγχωμένης πλέον κοπέλας. Και ευτυχώς για τη δική της υπομονή αλλά και την εξέλιξη της πλοκής ο πρωταγωνιστής αποφάσισε να βάλει και λίγη πρόζα στο ρόλο του. Παραθέτω το διάλογο σχεδόν αυτούσιο, ένα μέρος του έχει σβηστεί απ'ο τη βραχυπρόθεσμη μνήμη:
-Τί μου δείχνεις τόση ώρα καλέ;
-Δεν τα έμαθες; Νόμιζα ότι είδες την ανάρτηση στο Facebook..
-Τί να μάθω; Δεν μπήκα καθόλου αυτές τις ημέρες..
-Τέσσερα χρόνια θα έκλεινα σε μια βδομάδα στη δουλειά(εδώ ήταν η μόνη φορά που δεν χρησιμοποίησε τα δάχτυλά του)
-Δεν καταλαβαίνω.
-Τι δεν καταλαβαίνεις; Με διώξανε. Μου είπανε ότι τον τελευταίο μήνα δεν ήμουν παραγωγικός. Με κάλεσε ο υπεύθυνος πωλήσεων του ορόφου, μου διάβασε κάτι πίνακες με το τζίρο του Ιανουαρίου και μου είπε ότι δυστυχώς ερχόμουν τελευταίος σε νούμερα(κοίταγμα στο ρολόι). Αφού είχα πάρει τέσσερις μέρες αναρρωτική  και όταν ερχόταν καινούριο εμπόρευμα, με στέλνανε στην αποθήκη αντί να είμαι στο πόστο μου. Αυτά τα 20-30 λεπτά που ήμουν κάτω(σφίξιμο στο δερμάτινο λουράκι του ρολογιού) μπορεί να έμπαινε πελάτης και να έκανε λογαριασμό 500 ευρώ.(δούλευε σε γνωστή αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών). Σε ένα μήνα έχουν διώξει 7. Κρατάνε κάποιους άνω των 45 οι οποίοι έχουν οικογένεια και γι΄αυτό. Σε μια βδομάδα έχουν την κοπή της πίτας. Ωραίος μποναμάς ε; Σκέφτομαι τώρα τις Απόκριες να βάλω τη στολή της δουλειάς και να ντυθώ εργαζόμενος(πικρό χαμόγελο)
-Και τώρα τί θα κάνεις;(κοίταγμα κοπέλας με έντεχνη προσπάθεια απόκρυψης της αμηχανίας και πραγματικού ενδιαφέροντος)
-Δεν ξέρω..είχα συνηθίσει να δουλεύω και μου κακοφαίνεται. Μου φαίνεται περίεργο που δεν έχω κάτι να κάνω τα πρωινά.
Ο νεαρός ξανακοίταξε το ρολόι του για τελευταία φορά και σηκώθηκε σαν να επρόκειτο να ανακοινώσει κάτι σημαντικό.
Μέσα σε ένα τρίλεπτο μονόλογο είχα ακούσει περιληπτικά μια καινούρια ερμηνεία του χρόνου και των μονάδων μέτρησής του:τέσσερα χρόνια, τέσσερις μέρες αναρρωτικής, Ιανουάριος, τριάντα λεπτά, ένας μήνας, εφτά απολύσεις, η περίοδος των Απόκρεων, τα επόμενα άδεια πρωινά, το ρολόι που ξαφνικά χάνει τη βασική του χρησιμότητα και μετατρέπεται σε διακοσμητικό στοιχείο του καρπού, η ζωή ενός εικοσιοχτάχρονου. Μια ζωή που στριμώχνεται σε νούμερα αποδόσεων, σε κάνει ένα νούμερο, ένα ποσοστό στην αλυσίδα ηλεκτρικών είδων, σου αφαιρεί τη χαρά της προσφοράς και της χρησιμότητας και σου προσθέτει την ευθύνη μιας άδικης διαχείρισης του απόλυτου τίποτα διαιρώντας τη μοναδικότητά σου σε Π.Δ και Μ.Δ(προ δουλειάς και μετά δουλειάς).
Κια όπως σε κάθε γνήσιο ανθρώπινο δράμα τον επίλογο τον έδωσε ο ίδιος ο ήρωας. Με το ύφος παλιάτσου που ξέρει όταν πέφτει να σηκώνεται αναφώνησε:"Τουλάχιστον από τώρα θα αρχίσω να καταλαβαίνω τις ημέρες, τις αργίες, τις γιορτές. Μέχρι τώρα τις δούλευα όλες." 
Τελικά ο χρόνος είναι κάτι το σχετικό. Αδυσώπητα σχετικό..



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ

Πλησιάζουν άλλοτε λαθραία και άλλοτε λαύρα. Σε αγγίζουν, σε πατάνε, κρύβονται πίσω από την πλάτη σου, σε χρησιμοποιούν ως αφετηρία ή ως τερματισμό. Σε μυρίζουν, σε περιεργάζονται, σε επιδοκιμάζουν ή το αντίθετο. Σε ζουλάνε, σε προσπερνούν. Ζητάνε. Τώρα τελευταία κάτι να βάλουν στο στόμα τους.
Έρχονται και σου δείχνουν τα ανεπαίσθητα χτυπήματά τους, τα βγαλμένα δόντια τους, τις μελανιές στα γόνατά τους. Τις πιο βαθιές πληγές δεν ξέρουν πως να τις εκφράσουν. Πρέπει εσύ να τις ανακαλύψεις. Τώρα τελευταία κλαίνε πιο εύκολα.
Ίσως επειδή είναι παιδιά χωρίς παιδική ηλικία.
Νιώθουν γουργουρίσματα αλλά όχι ευτυχίας. Δαγκώνουν τα μανίκια τους όχι από αμηχανία. Κυνηγιούνται όπως παλιά αλλά τώρα αυτός που προπορεύεται κρατάει ένα μπισκότο.

Αγαλματάκια, ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μέρα ή νύχτα; Νύχτα
Ώμοι διπλωμένοι προς τα μέσα. Κουκούλια μιας πρώιμης ενηλικίωσης που περιμένουν να ανοίξουν για να βγουν από μέσα. Όμως κάποιος τα κατέβασε ήδη από τα δέντρα.
Αγαλματάκια, ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μέρα ή νύχτα; Θεέ μου, κάνε να είναι μέρα.



Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΜΠΛΕ ΓΛΑΣΤΡΑΚΙ-

Το δεξί της πόδι διέγραψε ένα μικρό τεντωμένο ημικύκλιο κάτω από το σεντόνι. Κάπου προς το τέλος αυτής της πρωινής γεωμετρίας των άκρων της,ένιωσε το ύφασμα παγωμένο. Αυτό ήταν ένα σύνορο που το σώμα της είχε οικειοποιηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, λίγο αφότου ο πρώην σύζυγος της δήλωσε αμετάκλητα ότι βιάζεται να προλάβει να ζήσει ό,τι δεν είχε κάνει μέχρι τα πενήντα δύο του χρόνια και την άφησε ένα πρωί στην κουζίνα να μασουλάει ένα παξιμάδι και να του υπενθυμίζει ότι πρέπει να ειδοποιήσουν για τον καυστήρα. Έκτοτε δεν επέστρεψε.
Πάντα όμως ξαφνιαζόταν από το κρύο μισό του κρεβατιού-το σώμα αργεί να αφομοιώσει-και τιναζόταν απότομα. 
Ο ύπνος της ήταν και χτες ένα κολύμπι σε μια θάλασσα αβαθή. Πάλευε να βουτήξει πιο μέσα αλλά ο πρίγκιπας Μορφέας ήταν πολύ φειδωλός με τις επισκέψεις του στο βασίλειό του. Ευτυχώς εκείνη είχε βρει μια κερκόπορτα και με ζαβολιές πού και πού εισχωρούσε. Τα λeυκά κουφετάκια που της έγραφε ο νευρολόγος ήξεραν να την οδηγήσουν από μονοπάτια απάτητα φωνάζοντάς της:"vade mecum,vade mecum"..
Το κεφάλι της έκανε μια συστροφή επιθεωρώντας τη θαλασσόχρωμη κρεβατοκάμαρά της. Της άρεσε η αίσθηση του να νιώθει ότι ξυπνάει κάπου, όπου σε μιας μεγάλης προέκτασης φανταστικής κλίμακας,  της θύμιζε το πατρικό της στην Κάλυμνο. Αυτή η προέκταση σταματούσε μόλις ανέβαζε το ρολλό και αντίκριζε μια άλλη θάλασσα-γκρίζα-από κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες.
Σηκώθηκε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού αφήνοντας τα πόδια της να εκκρεμούν. Πήρε στα χέρια της την κορνίζα με τη φωτογραφία του γιού της του Άλκη. Ένας μικρός γαβριάς που χασκογέλαγε αφήνοντας στους μελλοντικούς παρατηρητές να περιεργάζονται με κάθε λεπτομέρεια μια σειρά από σιδεράκια και μια γρατζουνιά πάνω από το δεξί φρύδι. "Τόσο ανυποψίαστος" σκέφτηκε κοιτώντας τον και αυτή η σκέψη της τράβηξε μια χαρακιά από το στήθος μέχρι το υπογάστριο. Έβαλε τη κορνίζα στη θέση της και ψηλαφίζοντας τις παντόφλες κατευθύνθηκε προς τον μοναδικό παλιό καθρέφτη-αρχικά στη θέση του υπήρχε ένας ολόσωμος ο οποίος με τα χρόνια αντικαταστάθηκε για ευνόητους λόγους-για να επιθεωρήσει "το τοπίο της φρίκης" όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει το πρόσωπό της. Κάποτε είχε ακούσει έναν δαήμων πλαστικό χειρουργό σε κάποια πρωινή life style εκπομπή να λέει πως το γυναικείο πρόσωπο μπορεί να μεταμορφωθεί με λίγες μόνο πινελιές. Αυτό που χρειαζόταν εκείνη δεν ήταν μόνο πινελιές. Ήταν ένας καινούριος καμβάς. Ένα πρόσωπο χωρίς μνήμη.
Αφού ο καθρέφτης δεν ήταν μαγεμένος για να της προσφέρει κάποια έστω καθησυχαστική ψευδαίσθηση πήγε στην ντουλάπα για να βρει τι θα φορέσει. Ήθελε κάτι άνετο και όμορφο εφόσον θα ταξίδευε. Έβαλε τα δυνατά της και το αποτέλεσμα του του ψηλαφίσματος των διάφορων υφασμάτων ήταν ένα γαλάζιο πουκάμισο με ψιλά καφέ λουλουδάκια και ένα ψηλόμεσο φαρδύ παντελόνι. Ντύθηκε βιαστικά πριν προλάβει να το μετανιώσει.
Λίγο πριν κουμπώσει και το τελευταίο κουμπί χτύπησε το τηλέφωνο. Το πρόσωπό της αγρίεψε. "Όχι τέτοια τώρα" σκέφτηκε. "Δεν θέλω καμία μεσολάβηση με τον κόσμο." Όμως κάτι μέσα της-μια μετάκληση που χαροπάλευε να αναστηθεί-οδήγησε τα βήματά της στο σκοτεινό χωλ και πάνω από τη συσκευή του τηλεφώνου. Και για λίγα δευτερόλεπτα έβαλε το πιο σημαντικό στοίχημα της ζωής της. Θα μετρούσε μέχρι το πέντε και αν εξακολουθούσε να χτυπάει θα απαντούσε .Και ερήμην της ξεκίνησε το μέτρημα προς την άβυσσο.
Στο πέντε  το σήκωσε σαν να περίμενε να μιλήσει με το πεπρωμένο.Είχε δίκιο. Το πεπρωμένο της καθορίστηκε. Η τελευταία ζαριά είχε ριχτεί.
-Παρακαλώ;
-Η κυρία Μπαζάνη;
-Μάλιστα..
-Ονομάζομαι Γιώργος Μιχαηλίδης και τηλεφωνώ εκ μέρους της ......Τράπεζας για να σας ενημερώσω ότι το υπόλοιπο του ανεξόφλητου λογαριασμού της κάρτας σας έχει φτάσει τα 1.300 ευρώ.
-Ναι.Της ερχόταν νευρικό γέλιο που διαρκώς το κάλυπτε με ένα ξερόβηχα-μαϊμού.
-Θα ήθελε η τράπεζα να ενημερωθεί πότε μπορείτε να εξοφλήσετε τη τελευταία δόση. Το ελάχιστο όριο καταβολής είναι 180 ευρώ.
-Κύριε Μιχαηλίδη έχω κάτι ωραία μπισκότα πορτοκαλιού. Θέλετε να περάσετε για ένα καφέ;
-....................απλά σας ενημερώνω για να μην έχουμε πρόβλημα. Καλημέρα σας.
Το κόλπο με τον καφέ έπιασε πάλι. Τον φανταζόταν τώρα να κάθεται πίσω από το γραφείο του, ένας ηγεμονίσκος που γυρνάει στο σπίτι και από Ιάγος να μεταμορφώνεται σε έναν υπάκουο υπόδουλο που πολύ βολικά δέχεται διαταγές από σύζυγο και παιδιά.
Πάντως το καφεδάκι της θα το έπινε. Αυτό το ζακόνι το είχε από φοιτήτρια. όλες τις οι σκοτούρες,οι σκέψεις , οι μεγάλες αποφάσεις διυλίζονταν μέσα από το κατακάθι του τούρκικου. Σήμερα ο καφές ήταν της παρηγοριάς. Και θα ακολουθούσαν και άλλοι.
Αφού τον έψησε και τον ήπιε στο τραπέζι της κουζίνας, έπλυνε το φλυτζάνι και το ποτήρι του νερού, καθάρισε και το νεροχύτη από το καφέ ζουμί και τα έβαλε όλα να στραγγίξουν. Καζουιστική μέχρι τέλους.
Με μια δρασκελιά που θύμιζε πιο πολύ πιρουέτα βρέθηκε μπροστά στη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Την άνοιξε και πέρασε έξω. Ο καιρός κρατούσε λίγο από τη ψύχρα του Απρίλη. Της χτύπησε έντονα στα ρουθούνια μυρωδιά από τσιγαρισμένο κρεμμύδι. Πιθανολόγησε ότι θα μαγειρεύουν οι Σύριοι από τον 2ο. Αφουγκράστηκε τους ήχους. Μια ηλεκτρική σκούπα, μια εκπομπή που έλεγε τα ζώδια ,ένας συναγερμός αυτοκινήτου, χτυπήματα από το συνεργείο αυτοκινήτων στη γωνία. Ζωή. Προχώρησε προς τα γλαστράκια της .Η ρίγανη μοσχομύριζε ,αλλά οι πιπερίτσες είχαν κιτρινήσει. Χρειαζόντουσαν περισσότερο νερό.Ένα πόδι περασμένο στο κάγκελο. Η πετούνια της είχε πετάξει διάσπαρτα ψιλά φυλλαράκια. Και το δεύτερο πόδι έξω. "Η τριανταφυλλιά τα πηγαίνει περίφημα!" θαύμασε. "Καλά έκανα και χρησιμοποίησα τη μέθοδο της εαρινοποίησης που διάβασα στο περιοδικό κηπουρικής".Και με τη λέξη "εαρινοποίηση" ζεστή και παγιδευμένη ακόμα στο στόμα της αφομοιώθηκε στο γαλάζιο.
Όταν αργότερα  πήγαν τον Άλκη να την επισκεφτεί εκεί που δεν έπρεπε να καταλάβει τι ήταν της άφησε δίπλα της ένα μπλε αεροπλανάκι."Αφού της μαμάς της αρέσει το μπλε και να πετάει" είπε μπροστά στα εμβρόντητα μαύρα παλτά και γυαλιά.  Και όλοι κατάλαβαν ότι μερικές φορές τα δώρα που λαχταράμε έρχονται καθυστερημένα. Αλλά πάντα έρχονται. Ντράπηκαν , πήραν το παιδί από το χέρι και έφυγαν.